- ἐπιπάροδος
- ἐπι-πάρ-οδος, ἡ, das Wiederauftreten des Chors in der Tragödie
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἐπιπάροδος — second fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπάροδον — ἐπιπάροδος second fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek